Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιπαροχή  
ουσιαστικό θηλυκό

diritto contra`tto per cui un costrutto`re ricono`sce al proprieta`rio di un terre`no la proprietà di una parte dell'edifi`cio che vi sarà costrui`to, a ti`tolo di pagame`nto del terre`no stesso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιπαρέρχομαι αντιπατριωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---