Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αντιπαρέρχομαι  
ρήμα παθητικό

1 aggira`re αντιπαρέρχομαι ένα εμπόδιο==aggirare un ostacolo
2 sorvola`re; glissa`re; passa`rci sopra; non dare peso (a) ας αντιπαρέλθουμε τις πιο δυσάρεστες λεπτομέρειες==sorvoliamo i particolari più spiacevoli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αντιπαρατιθέμενος αντιπαροχή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---