Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντιπαρέρχομαι
ρήμα παθητικό 1 aggira`re αντιπαρέρχομαι ένα εμπόδιο==aggirare un ostacolo 2 sorvola`re; glissa`re; passa`rci sopra; non dare peso (a) ας αντιπαρέλθουμε τις πιο δυσάρεστες λεπτομέρειες==sorvoliamo i particolari più spiacevoli permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |