Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαντικαθίσταμαι
ρήμα παθητικό e`ssere rimpiazza`to αντικαθιστάω ρήμα μεταβατικό variante di [αντικαθιστώ] αντικαθιστώ ρήμα μεταβατικό 1 sostitui`re, cambia`re αντικατέστησαν το γενικό γραμματέας του κόμματος==hanno sostituito il segretario generale 2 sostitui`re, suppli`re, fare le veci di ποιος αντικαθιστά τον απουσιάζοντα διευθυντή;==chi supplisce il direttore assente? permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |