Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανισορροπία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 manca`nza ~f~ di equili`brio; squili`brio ~m~
2 medicina squili`brio ~m~ menta`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανισόπλευρος ανισόρροπος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---