Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανίκανος
επίθετο 1 incapa`ce; ina`bile; ine`tto είναι πλέον ανίκανος να εργαστεί==è ormai incapace di lavorare | κρίθηκε ανίκανος προς εργασία==è stato giudicato inabile al lavoro 2 militare ina`bile (al servi`zio milita`re); riforma`to 3 medicina impote`nte ανικανότατος επίθετο superlativo di [ανίκανος] ανικανότερος επίθετο comparativo di [ανίκανος] ανικανώτατος επίθετο superlativo di [ανίκανος] ανικανώτερος επίθετο comparativo di [ανίκανος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |