Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανικανοποίητος
επίθετο 1 insoddisfa`tto; sconte`nto έμεινα ανικανοποίητος από το αποτέλεσμα==sono rimasto insoddisfatto del risultato 2 insoddisfa`tto; inappaga`to ανικανοποίητη περιέργεια==curiosità inappagata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |