Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανειλημμένος
ουσιαστικό αρσενικό 1 participio passato del verbo [αναλαβαίνω] 2 inderoga`bile; ineludi`bile ανειλημμένες υποχρεώσεις==impegni inderogabili permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |