Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάγω  
ρήμα μεταβατικό

1 matematica ridu`rre
2 ricondu`rre; far risali`re συνήθεια που μπορούμε να αναγάγουμε στην εποχή της Τουρκοκρατίας==un'usanza che si può far risalire ali tempi della dominazione turca
3 figurato eleva`re έχουν αναγάγει τη διαφήμιση σε τέχνη==hanno elevato la pubblicità ad arte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναγυρνώ αναγωγή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---