Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναδεικνύομαι
ρήμα παθητικό forma arcaica di [αναδείχνομαι] αναδεικνύω ρήμα μεταβατικό forma arcaica di [αναδείχνω] αναδείχνομαι ρήμα παθητικό eme`rgere; disti`nguersi οι περιστάσεις τον βοήθησαν να αναδειχθεί==le circostanza lo hanno aiutato a emergere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |