Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναδεξιμιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αναδεξιμιός ^-ού, ο^]
2 figlio`ccia ~f~

αναδεξιμιός  
ουσιαστικό αρσενικό

figlio`ccio ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναδεντρώνω αναδεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---