Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναφορά
ουσιαστικό θηλυκό 1 riferime`nto ~m~; menzio`ne ~f~ άμεση αναφορά==riferimento diretto | έμμεση αναφορά==riferimento indiretto 2 έκθεση rappo`rto ~m~; relazio`ne ~f~; resoco`nto ~m~ υποβάλλω μια αναφορά ==presentare un rapporto 3 militare rappo`rto ~m~ καλώ στην αναφορά; βγαίνω στην αναφορά==chiamare a rapporto | η πρωινή αναφορά==adunata del mattino permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο σημείο αναφοράς = punto [αρσ.] di riferimento Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |