Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναδύνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναδύω]

αναδύομαι
ρήμα παθητικό

1 eme`rgere; affiora`re; veni`re a galla
2 ((per estensione)) mostra`rsi; me`ttersi in mostra; appari`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναδυθείς αναδυόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---