Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναχαίτιση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 arre`sto ~m~; contenime`nto ~m~ ((anche in senso figurato))
2 militare intercettame`nto ~m~; intercettazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναχαιτίζων αναχαιτίσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---