Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμυγδαλίτιδα
ουσιαστικό θηλυκό tonsilli`te ~f~ αμυγδαλίτις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αμυγδαλίτιδα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |