Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άμπελο
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [άμπελος]

άμπελος  
ουσιαστικό θηλυκό

botanica vi`te ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμπελικιά αμπελοκαλλιέργεια  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---