Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμπελοκαλλιέργεια
ουσιαστικό θηλυκό viticoltu`ra ~f~ αμπελουργία ουσιαστικό θηλυκό lo stesso che [αμπελοκαλλιέργεια ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |