Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμνηστευμένος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 participio passato del verbo [αμνηστεύω]
2 amnistia`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμνηστεία αμνήστευση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---