Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλληλοσπαραγμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 lotta ~f~ intesti`na
2 ((per estensione)) gue`rra ~f~ civi`le; lo`tta fratrici`da

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλληλοσκοτώνουνται αλληλοσπαράζουνται  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---