Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλληλεξάρτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

interdipende`nza ~f~; correlazio`ne ~f~

αλληλοεξάρτηση
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αλληλεξάρτηση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλληλεξαρτημένος αλληλεξαρτώμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---