Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλλεργικός  
επίθετο

1 medicina alle`rgico
2 ((figurato)) alle`rgico; che prova avversio`ne; contra`rio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλλεργία αλλεργιογόνο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι αλλεργικός σε κάτι = essere allergico a quialcosa || το αλλεργικό συνάχι = raffreddore [αρσ.] da fieno


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---