Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόακηδεμόνευτος
επίθετο 1 privo di tute`la; senza tuto`re; non tutela`to 2 ((figurato)) indipende`nte; non condiziona`to φοιτητικό κίνημα ακηδεμόνευτο από κόμματα==movimento studentesco non condizionato dai partiti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |