Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακαταμάχητος  
επίθετο

1 imbatti`bile; invinci`bile; irresisti`bile ακαταμάχητη γοητεία==fascino irresistibile
2 inconfuta`bile; inoppugna`bile τα επιχειρήματά του ήταν ακαταμάχητα==i suoi argomenti erano inoppugnabili

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακατάλυτος ακαταμέριστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---