Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακατάβλητος  
επίθετο

1 indo`mito; indoma`bile; invinci`bile ακατάβλητο πνεύμα==spirito indomito
2 denaro non paga`to; non versa`to ακατάβλητο φόρος==tassa non versata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ακαρύκευτος ακαταβόδωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---