Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάκαρπος
επίθετο 1 terreno infrutti`fero; improdutti`vo; ste`rile 2 donna ste`rile; infeco`nda 3 ((figurato)) infruttuo`so; infrutti`fero άκαρπες προσπάθειες==tentativi ionfruttuosi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |