Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαίσθημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 senso ~m~ αίσθημα πόνου==senso di dolore | αίσθημα ανακούφισης==sensazione di sollievo | αισθήματα ενοχής==sensi di colpa 2 ψυχολογική στάση sentime`nto ~m~ ευγενικά αισθήματα==sentimenti nobili | γλωσσικό αίσθημα==sensibilità linguistica | ανώτερα αισθήματα==sentimenti nobili, elevati 3 sensibilità ~f~ 4 amo`re ~m~; fia`mma ~f~ βγήκε με το αίσθημά της==è uscita col suo innamorato | ανώτερα αισθήματα==sentimenti elevati permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |