Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αίρω  
ρήμα μεταβατικό

1 solleva`re; eleva`re; alza`re
2 sostene`re; sorregge`re
3 soppri`mere; to`gliere
4 revoca`re; aboli`re αίρω το εμπάργκο==togliere l'embargo | αίρω το στρατιωτικό νόμο==abolire la legge marziale | αίρω ποινή==revocare una pena
5 elimina`re; sgombra`re; to`gliere di mezzo αιρο τα εμπόδια==eliminare gli ostacoli
6 nega`re; rifiuta`re ήραν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση==hanno negato la fiducia al governo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιρόμενος αισθάνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---