Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαίρεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 religione eresi`a ~f~ η μονοφυσιτική αίρεση==l'eresia monofisita 2 diritto rise`rva ~f~; condizio`ne ~f~ 3 commercio opzio`ne ~f~ ύπο αίρεση==in esame; in prova; con riserva | ύπο την αίρεση να…==a condizione di… permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |