Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιμορραγία
ουσιαστικό θηλυκό medicina emorragi`a ~f~ εσωτερική αιμορραγία==emorragia interna | εγκεφαλική αιμορραγία==emorragia cerebrale | σταματώ αιμορραγία==bloccare un'emorragia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |