Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αιμοσταγής  
επίθετο

1 gronda`nte di sa`ngue; sanguina`nte
2 ((figurato)) sanguina`rio; fero`ce αιμοσταγής δολοφόνος==assassino sanguinario

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιμορροώ αιμοστάλαχτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---