Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αιμοφόρος
επίθετο
sangui`gno
αιμοφόρα αγγεία==vasi sanguigni
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αιμοφοβία
αιμοφτυσία >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αιμοσφαίριον
[ουσ ουδ.]
αιμοφθαλμία
[θηλ.ουσ]
αιμοφιλία
{χωρ. πληθ...
αιμοφιλικός
[επίθ.]
αιμοφοβία
[θηλ.ουσ]
αιμοφόρος
[επίθ.]
αιμοφτυσία
[θηλ.ουσ]
αιμόφυρτος
[επίθ.]
αιμοχαρής
{αιμοχαρ-ο...
αιμόχαρος
[επίθ.]
αιμωδία
{χωρ. πληθ...
Αινείας
{-α κ. -εί...
αινέσιμος
[επίθ.]
αινετικός
[επίθ.]
αίνιγμα
{αινίγμ-ατ...
αινίγματα
[ουσ ουδ πληθ.]
αινιγματικός
[επίθ.]
αινιγματικότατος
[επίθ.]
αινιγματικότερος
[επίθ.]
αινιγματικότητα
{χωρ. πληθ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis