αινιγματικός
 
επίθετο
enigma`tico; misterio`so; sibilli`no αινιγματικό χαμόγελο==sorriso enigmatico
αινιγματικότατος
επίθετο
superlativo di [αινιγματικός]
αινιγματικώτατος
επίθετο
superlativo di [αινιγματικός]
αινιγματικότερος
επίθετο
comparativo di [αινιγματικός]
αινιγματικώτερος
επίθετο
comparativo di [αινιγματικός]
επίθετο
enigma`tico; misterio`so; sibilli`no αινιγματικό χαμόγελο==sorriso enigmatico
αινιγματικότατος
επίθετο
superlativo di [αινιγματικός]
αινιγματικώτατος
επίθετο
superlativo di [αινιγματικός]
αινιγματικότερος
επίθετο
comparativo di [αινιγματικός]
αινιγματικώτερος
επίθετο
comparativo di [αινιγματικός]
permalink
αινιγματικός [επίθ.]
αινιγματικότατος [επίθ.]
αινιγματικότερος [επίθ.]
αινιγματικώτατος [επίθ.]
---CACHE---
                
                Οι Ιστοτοποι Μασ
                - Dizionario italiano
 - Grammatica italiana
 - Verbi Italiani
 - Dizionario latino
 - Dizionario greco antico
 - Dizionario francese
 - Dizionario inglese
 - Dizionario tedesco
 - Dizionario spagnolo
 - Dizionario greco moderno
 - Dizionario piemontese
 
En français
                
                
                In english
                
                
                In Deutsch
                
                
                En español
                
                
                Em portugues
                
                
                По русски
                
                
                Στα ελληνικά
                
                
                Ën piemontèis
                
                Οι κινητές εφαρμογές μας
                Android
                
                
                        
                    
                    