Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαινιγματικός
επίθετο enigma`tico; misterio`so; sibilli`no αινιγματικό χαμόγελο==sorriso enigmatico αινιγματικότατος επίθετο superlativo di [αινιγματικός] αινιγματικότερος επίθετο comparativo di [αινιγματικός] αινιγματικώτατος επίθετο superlativo di [αινιγματικός] αινιγματικώτερος επίθετο comparativo di [αινιγματικός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |