Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αγαθοπιστία
ουσιαστικό θηλυκό
1
ingenuità ~f~
2
semplicioneri`a ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αγαθοεργός
αγαθός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αγαθά
[ουσ ουδ πληθ.]
αγαθιάρης
{αγαθιάρηδ...
αγαθό
[ουσ ουδ.]
αγαθοεργία
{αγαθοεργι...
αγαθοεργός
[επίθ.]
αγαθοπιστία
{χωρ. πληθ...
αγαθός
[επίθ.]
αγαθοσύνη
[θηλ.ουσ]
αγαθότατος
[επίθ.]
αγαθότερος
[επίθ.]
αγαθότης
[θηλ.ουσ]
αγαθότητα
[θηλ.ουσ]
αγαθούλης
[επίθ.]
αγαθοφέρνω
{κυρ. σε ε...
Αγαθών
{Αγάθων-ος...
αγαθώτατος
[επίθ.]
αγαθώτερος
[επίθ.]
αγαιοπελαγίτικος
[επίθ.]
αγαλαξία
[θηλ.ουσ]
αγαλήνευτα
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis