Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφρός
ουσιαστικό αρσενικό 1 schiu`ma ~f~; spuma ~f~ ο αφρός της θάλασσας==la schiuma del mare 2 ((figurato)) schiu`ma ~f~; bava ~f~ έβγαζε αφρούς από το θυμό του==aveva la schiuma alla bocca dalla rabbia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |