Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφρός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 schiu`ma ~f~; spuma ~f~ ο αφρός της θάλασσας==la schiuma del mare
2 ((figurato)) schiu`ma ~f~; bava ~f~ έβγαζε αφρούς από το θυμό του==aveva la schiuma alla bocca dalla rabbia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφρόπλαστος αφροσύνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---