Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αφρόκρεμα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 panna ~f~; fio`re ~m~ del latte; fio`r ~m~ di latte
2 ((figurato)) la crema ~f~; il fio`r fio`re ~m~; il me`glio ~m~ η αφρόκρεμα της κοινωνίας==la crema della società | η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας==il fior fiore della nobiltà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αφροκουβανός αφρόλουτρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---