Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαφρόκρεμα
ουσιαστικό θηλυκό 1 panna ~f~; fio`re ~m~ del latte; fio`r ~m~ di latte 2 ((figurato)) la crema ~f~; il fio`r fio`re ~m~; il me`glio ~m~ η αφρόκρεμα της κοινωνίας==la crema della società | η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας==il fior fiore della nobiltà permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |