Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cicchettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) ciclocampèstre (επίθ.)
cicchétto (ουσ αρσ ) ciclocròss (ουσ αρσ )
cìccia (θηλ.ουσ) ciclocrossìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
cìcciolo (ουσ αρσ ) cicloesàno (ουσ αρσ )
ciccióna (θηλ.ουσ) ciclofurgóne (ουσ αρσ )
ciccióne (επίθ.) cicloidàle (επίθ.)
ciccióso (επίθ.) ciclòide (επίθ.)
cicciòtto (αρσ. επίθ και ουσ) ciclometrìa (θηλ.ουσ)
cicciùto (επίθ.) ciclomotóre (ουσ αρσ )
cicérbita (θηλ.ουσ) ciclomotorìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
cicérchia (θηλ.ουσ) ciclóne (ουσ αρσ )
cìcero (ουσ αρσ ) ciclònico (επίθ.)
ciceróne (ουσ αρσ ) ciclòpe (ουσ αρσ )
cicisbèo (ουσ αρσ ) ciclòpico (επίθ.)
ciclàbile (επίθ.) ciclopìsta (θηλ.ουσ)
Cìcladi (θηλ. ουσ πληθ.) ciclopropàno (ουσ αρσ )
ciclamìno (ουσ αρσ ) ciclostilàre (ρ. μτβ.)
ciclicità (θηλ.ουσ) ciclostìle (ουσ αρσ )
cìclico (επίθ.) ciclotróne (ουσ αρσ )
ciclìsmo (ουσ αρσ ) cicloturìsmo (ουσ αρσ )
ciclìsta (ουσ αρσ και θηλ.) cicloturìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclìstico (επίθ.) cicógna (θηλ.ουσ)
ciclizzàre (ρ. μτβ.) cicòria (θηλ.ουσ)
ciclizzazióne (θηλ.ουσ) cicùta (θηλ.ουσ)
cìclo (ουσ αρσ ) ciecaménte (επίρ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: