Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìclo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧiklo]

ο κύκλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciclizzazione ciclocampestre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciclismo (ουσ αρσ )
ciclista (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclistico (επίθ.)
ciclizzare (ρ. μτβ.)
ciclizzazione (θηλ.ουσ)
ciclo (ουσ αρσ )
ciclocampestre (επίθ.)
ciclocross (ουσ αρσ )
ciclocrossista (ουσ αρσ και θηλ.)
cicloesano (ουσ αρσ )
ciclofurgone (ουσ αρσ )
cicloidale (επίθ.)
cicloide (επίθ.)
ciclometria (θηλ.ουσ)
ciclomotore (ουσ αρσ )
ciclomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclone (ουσ αρσ )
ciclonico (επίθ.)
ciclope (ουσ αρσ )
ciclopico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---