Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtrimaràno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [trimaˈrano] σκάφος με 3 δομές πλάι-πλάι (καταμαράν τριπλό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |