Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtallóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [talˈloso], [talˈlozo] θαλλιούχος (με θάλλιο δισθενές) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |