Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtaccàgno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [takˈkaɲɲo] 1 τσιγκούνης 2 φιλάργυρος 3 εξηνταβελόνης 4 σπαγκοραμμένος taccàgno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [takˈkaɲɲo] 1 μίζερος 2 τσιγκούνικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |