ItalianoGreco


sormontàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [sormonˈtare]

αλληλεπικαλύπτω (για πτυχές υφάσματος)

sormontàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sormonˈtare]

1 ξεπερνώ σε ύψος
2 υπερτερώ
3 σηκώνω πιο ψηλά
4 ξεχειλίζω
5 υπερχειλίζω
6 ξεπερνώ
7 καταβάλλω
8 υπερβάλλω
9 υπερνικώ
10 υπερέχω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---