Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsopràno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [soˈprano] 1 σοπράνο 2 τραγουδιστής με φωνή που φτάνει και δύο οκτάβες πάνω από το ντο 3 πιο ψηλό τμήμα τετραμερούς αρμονίας 4 όργανο ψηλής περιοχής 5 πιο ψηλή φωνή γυναίκας ή παιδιού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |