Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sonàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [soˈnato]

1 παραπλανημένος
2 τρελός
3 ζαλισμένος από χτύπημα
4 ξεγελασμένος
5 τελειωμένος
6 παρελθών
7 περασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sonatistico sonatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sonar (ουσ αρσ )
sonare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sonata (θηλ.ουσ)
sonatina (θηλ.ουσ)
sonatistico (επίθ.)
sonato (επίθ.)
sonatore (ουσ αρσ )
sonda (θηλ.ουσ)
sondabile (επίθ.)
sondaggio (ουσ αρσ )
sondare (ρ. μτβ.)
sondatore (ουσ αρσ )
soneria (θηλ.ουσ)
sonettista (ουσ αρσ και θηλ.)
sonetto (ουσ αρσ )
sonico (επίθ.)
sonnacchiosamente (επίρ.)
sonnacchioso (επίθ.)
sonnambulismo (ουσ αρσ )
sonnambulo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---