soffiétto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sofˈfjetto]
1 χαφιές
2 διαφήμιση
3 τσάτσος
4 μαρτυριάρης
5 σπιούνος
6 ρεκλάμα
7 μηχάνι
8 φυσερό
9 συσκευή που φυσάει αέρα
10 πτυσσόμενο τμήμα κάμερας
11 κάλυμμα καρότσας
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [sofˈfjetto]
1 χαφιές
2 διαφήμιση
3 τσάτσος
4 μαρτυριάρης
5 σπιούνος
6 ρεκλάμα
7 μηχάνι
8 φυσερό
9 συσκευή που φυσάει αέρα
10 πτυσσόμενο τμήμα κάμερας
11 κάλυμμα καρότσας
permalink
soffietto (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android