Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


socievolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [soʧevoˈlettsa]

1 καλή συμπεριφορά
2 κοσμικότητα
3 φιλικότητα
4 τάση για κοινή συμβίωση
5 ομιλητικότητα
6 κοινωνικότητα
7 ευχάριστη και κοινωνική συμπεριφορά
8 ευγένεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  socievole socievolmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

socializzazione (θηλ.ουσ)
socialmente (επίρ.)
società (θηλ.ουσ)
societario (επίθ.)
socievole (επίθ.)
socievolezza (θηλ.ουσ)
socievolmente (επίρ.)
socio (ουσ αρσ )
sociobiologia (θηλ.ουσ)
sociobiologico (επίθ.)
sociobiologo (ουσ αρσ )
socioculturale (επίθ.)
sociodinamico (ουσ αρσ πληθ.)
socioeconomico (επίθ.)
sociogramma (ουσ αρσ )
sociolinguistica (θηλ.ουσ)
sociolinguistico (επίθ.)
sociologia (θηλ.ουσ)
sociologico (επίθ.)
sociologismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---