Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sinergìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [sinerˈʤizmo]

συνεργατισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sinergico sinesi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sine die (επίρ.)
sinedrio (ουσ αρσ )
sineresi (θηλ.ουσ)
sinergia (θηλ.ουσ)
sinergico (επίθ.)
sinergismo (ουσ αρσ )
sinesi (θηλ.ουσ)
sinestesia (θηλ.ουσ)
sinfisi (θηλ.ουσ)
sinfonia (θηλ.ουσ)
sinfonico (επίθ.)
sinfonista (ουσ αρσ και θηλ.)
sinforosa (θηλ.ουσ)
singenesi (θηλ.ουσ)
singenetico (επίθ.)
singhiozzare (ρ.αμτβ.)
singhiozzo (ουσ αρσ )
singolare (ουσ αρσ )
singolare (επίθ.)
singolarista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---