Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsincretìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sinkreˈtizmo] 1 συγκρητισμός 2 συγκερασμός θρησκευτικών τάσεων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |