ItalianoGreco


silenziatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [silentsjaˈtore]

1 σιγαστήρας όπλου
2 σιγαστήρας εξάτμισης
3 σιλανσιέ
4 διάταξη περιορισμού έντασης ήχου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---