Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsiberiàno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sibeˈrjano] κάτοικος της Σιβηρίας siberiàno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sibeˈrjano] 1 πολύ κρύος 2 ο της Σιβηρίας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |