Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


shunt  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʃunt]

αντίσταση εκτροπής ρεύματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  shrapnel shuntare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

shopping (ουσ αρσ )
short (ουσ αρσ )
show (ουσ αρσ )
showman (ουσ αρσ )
shrapnel (ουσ αρσ )
shunt (ουσ αρσ )
shuntare (ρ. μτβ.)
si (ουσ αρσ )
si (προσωπ. αντων.)
si (επίρ.)
sia (σύνδ.)
sial (ουσ αρσ )
sialico (επίθ.)
siamango (ουσ αρσ )
siamese (ουσ αρσ και θηλ.)
siamese (επίθ.)
sibarita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sibaritico (επίθ.)
sibbene (σύνδ.)
siberia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---