Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sgattaiolàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [zgattajoˈlare]

1 κινούμαι απαρατήρητος
2 κινούμαι λαθραία ή κρυφά
3 κρύβομαι
4 παραφυλάω
5 μπαίνω απαρατήρητος
6 μπαινοβγαίνω στη ζούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sgarza sgelare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sgarbugliare (ρ. μτβ.)
sgargiante (επίθ.)
sgarrare (ρ.αμτβ.)
sgarro (ουσ αρσ )
sgarza (θηλ.ουσ)
sgattaiolare (ρ.αμτβ.)
sgelare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sgelarsi (ρ.μ. (αντων.))
sgelato (επίθ.)
sgelatore (ουσ αρσ )
sgelo (ουσ αρσ )
sghembo (επίθ.)
sgheronato (επίθ.)
sgherro (αρσ. επίθ και ουσ)
sghiacciamento (ουσ αρσ )
sghiacciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
sghiacciarsi (ρ.μ. (αντων.))
sghiacciatore (ουσ αρσ )
sghiaiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sghignazzamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---